- ζῳοφαγία
- ζῳοφαγίᾱ , ζῳοφαγίαa living on animal foodfem nom/voc/acc dualζῳοφαγίᾱ , ζῳοφαγίαa living on animal foodfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωοφαγία — (AM ζῳοφαγία, Μ και ζωοφαγεία) [ζωοφάγος] το να τρώει κάποιος ζωική τροφή ή ζώα, σαρκοφαγία, κρεοφαγία, αντίθ. τών φυτοφαγία, χορτοφαγία, καρποφαγία … Dictionary of Greek
ζωοφαγία — η το να τρώει κανείς κρέατα ζώων ή ζωικές τροφές, η κρεοφαγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζῳοφαγίας — ζῳοφαγίᾱς , ζῳοφαγία a living on animal food fem acc pl ζῳοφαγίᾱς , ζῳοφαγία a living on animal food fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοφαγίαν — ζῳοφαγίᾱν , ζῳοφαγία a living on animal food fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοφαγικός — ή, ό [ζωοφαγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοφαγία … Dictionary of Greek
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek